- περντάχι
- το взбучка;
του 'δωκα ένα περντάχι — я задал ему взбучку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του 'δωκα ένα περντάχι — я задал ему взбучку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περντάχι — περντάχι, το και μπερντάχι, το (λ. τουρκ.) 1. το κόντρα ξύρισμα. 2. μτφ., βρισίδι, ξύλο, επίπληξη: Του έδωσε ένα μπερντάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περντάχι — το, Ν βλ. μπερντάχι … Dictionary of Greek
μπερντάχι — και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το 1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα 2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα 3. δριμεία επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah] … Dictionary of Greek